- αἰθεροβατῶ
- αἰθεροβατέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)αἰθεροβατέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιθεροβατώ — αἰθεροβατῶ ( έω) (Α) [aἰθεροβάτης] αεροβατώ* (Λουκ. Φιλοψ. 25) … Dictionary of Greek
αιθεροβατώ — ( είς, εί κτλ.), αεροβατώ, είμαι εκτός τόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)